αρχαιομάθεια

αρχαιομάθεια
η
η αρχαιογνωσία (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αρχαιομάθεια — η 1. η γνώση της αρχαιότητας 2. η γνώση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + μάθεια < μαθής < μανθάνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1826 στον Κ. Κούμα] …   Dictionary of Greek

  • αρχαίος — α, ο (AM ἀρχαῑος, α, ον) 1. ο παλαιός, αυτός που υπήρχε στο μακρινό παρελθόν 2. εκείνος που εξακολουθεί να υπάρχει από την αρχαία εποχή μέχρι σήμερα 3. αυτός που έχει παλιώσει, ο ξεπερασμένος, ο απαρχαιωμένος νεοελλ. ως ουσ. Ι. οι αρχαίοι αυτοί… …   Dictionary of Greek

  • Ακομινάτος — Επίθετο που αποδίδεται στους αδελφούς Μιχαήλ και Νικήτα Χωνιάτη. 1. Μιχαήλ Χωνιάτης (Χώνες Φρυγίας 1138; – μονή Προδρόμου Βοδονίτσης Λοκρίδας 1222;). Λόγιος και μητροπολίτης Αθηνών. Μετά τις σπουδές του στην Κωνσταντινούπολη διετέλεσε γραμματέας… …   Dictionary of Greek

  • Μουσούρος, Μάρκος — (Χάνδακας [Ηράκλειο] Κρήτης 1470; – Ρώμη 1517). Φιλόλογος, εκδότης αρχαίων συγγρα φέων και καθηγητής της ελληνικής στην Ιταλία κατά τους χρόνους της Αναγέννησης. Πολύ νωρίς, το 1486, εμφανίζεται στους κύκλους των λογίων της Φλωρεντίας, που ήταν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”